- ανάβραση
- η (Α ἀνάβρασις)ο αναβρασμός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβράσσω.ΠΑΡ. νεοελλ. αναβρασίλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναβράσῃ — ἀναβράσηι , ἀνάβρασις boiling up fem dat sg (epic) ἀναβράσσω boil well aor subj mid 2nd sg ἀναβράσσω boil well aor subj act 3rd sg ἀναβράζω boil aor subj mid 2nd sg ἀναβράζω boil aor subj act 3rd sg ἀναβράζω boil fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβράσσω — ἀναβράσσω και άττω (Α) 1. βράζω κάτι καλά, μέχρι κοχλασμού 2. τινάζω κάτι προς τα επάνω, εκσφενδονίζω 3. πηδώ έξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + βράσσω. ΠΑΡ. ἀνάβραση( ις), ἀναβρασμός, ἀνάβραστος] … Dictionary of Greek
αναβρασίλα — η αναβρασμός, υπερβολική ζέστη, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάβραση + ίλα] … Dictionary of Greek
αναβρασμός — αναβρασμός, ο και ανάβραση, η και αναβρασμό, το έξαψη, ταραχή, αγανάχτηση: Οι εργατικές οργανώσεις βρίσκονται σε αναβρασμό εξαιτίας του κυβερνητικού νομοσχεδίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)